διερευνώ

διερευνώ
διερευνώ, διερεύνησα βλ. πίν. 60
——————
Σημειώσεις:
διερευνώ : σε μη επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η κλίση του ενεστώτα κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διερευνώ — (AM διερευνῶ, άω) ερευνώ λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • διερευνώ — διερεύνησα, διερευνήθηκα, εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια και προσοχή μεγάλη: Διερευνούν εξονυχιστικά κάθε μαρτυρία σχετικά με το έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διερευνῶ — διερευνάω track down pres imperat mp 2nd sg διερευνάω track down pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διερευνάω track down pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διερευνάω track down pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διερευνάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιερεύνητος — η, ο (Α ἀδιερεύνητος, ον) [διερευνῶ] αυτός που δεν διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί, να εξεταστεί, αδιευκρίνητος, ανεξερεύνητος, άγνωστος αρχ. (για πρόσωπα) ανεξέταστος …   Dictionary of Greek

  • αναζητώ — ( έω) (Α ἀναζητῶ) (Ν και άω) 1. ερευνώ επίμονα και προσεκτικά, εξετάζω, διερευνώ 2. ζητώ, ψάχνω επίμονα νεοελλ. επιδιώκω, ποθώ, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζητώ. ΠΑΡ. αναζήτηση ( ις) νεοελλ. αναζητητής, αναζήτητος] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • διακινώ — (AM διακινῶ, έω) 1. κουνώ κάτι εδώ κι εκεί, διασείω 2. ξεκινώ νεοελλ. παραλαμβάνω, μεταφέρω και διανέμω αρχ. 1. προκαλώ σύγχυση, διαταράσσω 2. ανακινώ 3. διερευνώ, ερευνώ προσεκτικά …   Dictionary of Greek

  • διαπορώ — διαπορῶ, έω (AM) [απορώ] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω 2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείται τίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορία αρχ. 1. έχω ανάγκη ή έλλειψη 2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω …   Dictionary of Greek

  • διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από …   Dictionary of Greek

  • διερευνητής — ο (Α διερευνητής) [διερευνώ] σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής αρχ. κατάσκοπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”